Η μουσική του μεγάλου Ιταλού μαέστρου είχε αφεντικό, αλλά δεν είχε έναν Θεό: μπορούσε να γίνει υψιπετής ή ταπεινή, ακόμη και βρόμικη, αν χρειαζόταν. ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕ πως ο Μπομπ Ρόμπερτσον και ο Νταν Σάβιο, δηλαδή ο Σέρτζιο Λεόνε και ο Ένιο Μορικόνε με αμερικανικά ψευδώνυμα που επινόησαν για να πείσουν τους επενδυτές πως το Μια Χούφτα Δολάρια είναι χολιγουντιανή παραγωγή, θα έγραφαν τόσο μεγάλη ιστορία και θα υπέγραφαν ένα αυτόνομο είδος που υπερβαίνει το σπαγγέτι γουέστερν, (με το οποίο ποτέ δεν του άρεσε να ταυτίζεται, ακριβώς όπως ο Μάνος Χατζιδάκις με τις επιτυχίες στον Φίνο), και τον μύθο τον ίδιο. Οι συμμαθητές από το δημοτικό που συναντήθηκαν 20 χρόνια αργότερα και συμφώνησαν πως οι σκηνοθετικές παύσεις έπρεπε να γεμίσουν με απροσδόκητους ήχους, χωρίς πολλές νότες, αλλά με διάθεση φρεσκάδας και πρόθεση έκπληξης, ξεκίνησαν με την τριλογία του Κλιντ και ολοκλήρωσαν με το Κάποτε στην Αμερική, που ο μαέστρος θεωρεί το πιο ολοκληρωμένο, ώριμό τους ντουέτο. Στο μεταξύ, σφυρίγματα, ηλεκτρικές κιθάρες, φλογέρες, κουδούνες, καμπανάκια, εβραϊκές άρπες, τρομπέτες μαριάτσι, αγγλικά κόρνα, αντικαθιστούσαν εφευρετικά και, όπως αποδείχθηκε, πολύ επιδραστικά, τη συμβατική συμφωνική επένδυση, κάνοντας τον ήχο που προσέγγιζε τη φύση και μιμούνταν τα ζώα, ένα σήμα κατατεθέν αναπάντεχα δημοφιλές και περιζήτητο. Δεν είναι απλά θέμα προσωπικού γούστου ή αυθαίρετης άποψης πως ο Ένιο Μορικόνε αρίστευσε σε ταινίες που βλέπονται με δυσκολία κι έφερε ποικιλία σε είδη εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, προσπερνώντας τη μονοτονία της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης ή την επαναστατικότητα της κάθετης ανατροπής. Γιος τρομπετίστα και τρομπετίστας και ο ίδιος στην παιδική του ηλικία, ο Μορικόνε, που γεννήθηκε το 1928 και πέθανε σε νοσοκομείο της Αιώνιας Πόλης, όπου νοσηλευόταν μετά από πτώση, γνώριζε πολύ καλά πώς να περιποιείται συνθέσεις άλλων, δουλεύοντας ως ενορχηστρωτής στην εταιρεία RCA – ακούτε πόσο ευαίσθητα χαϊδεύει και εμπλουτίζει το, ούτως ή άλλως υπέροχο, Che Cosa C’ e του Τζίνο Πάολι. Πριν υπογράψει ο ίδιος πρωτότυπο σκορ, είχε τελειοποιήσει επενδύσεις διάσημων συναδέλφων του, όπως ο Πιέρο Πιτσιόνι, ο Αλεσάντρο Τσικονίνι και ο Τζιοβάνι Φούσκο – για τις ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Στο διάστημα της 50ετούς καριέρας του, διέτρεξε κυριολεκτικά ολόκληρο το ιταλικό σινεμά, βάφτισε θρύλους όπως η Βερτμίλερ και ο Μπερτολούτσι, επισκέφθηκε σαν κύριος, με τους δικούς του όρους, και με τιμές και βραβεία, το Χόλιγουντ, έφτιαξε τον δικό του ήχο δουλεύοντας σε όλα τα ιδιώματα, από τις λαϊκότερες των κωμωδιών μέχρι τα πιο ακαταλαβίστικα των θρίλερ, και έπαιξε ζωντανά τη μουσική του σε όλο τον κόσμο, και φυσικά στην Ελλάδα, όπου είχα τη χαρά και την ανατριχίλα να τον δω να διευθύνει, ευθυτενής και σοβαρός, τα πιο γνωστά από τα ορχηστρικά του θέματα – δυστυχώς, παραλείποντας τα καλτ διαμάντια του. Η μουσική του είχε αφεντικό, αλλά δεν είχε έναν Θεό (αντίθετα από τον ίδιο): μπορούσε να γίνει υψιπετής ή ταπεινή, ακόμη και βρόμικη, αν χρειαζόταν. Κάποια στιγμή, έμοιαζε με τις δεκαετίες της παραγωγής της, αρκετά ’60s, λίγο παραπάνω ’70s, ώσπου κατέληξε σε Μορικόνε, ένα τζένερε από μόνο του. O Ένιο Μορικόνε με τον Σέρτζιο Λεόνε. Τραγούδια του, πρωτότυπα ή παραγγελιές έχουν τραγουδήσει πολλοί, από τον Ντέμη Ρούσσο με το όχι και τόσο αξέχαστο Α flower is all you need, και τον Πολ Άνκα και τους Pet Shop Boys, με το λυπητερό, γεμάτο νόημα It couldn’t happen here, αντί για το Jealousy. Το σινεμά τον κέρδισε νωρίς, με τον Φασίστα του Σάλσε και τα έπη του Λεόνε, και τον έπεισε πως μόνο με τη γλώσσα του φιλμ και τη σύμβαση αυτή, απελευθερώνει τον πραγματικό καλλιτεχνικό εαυτό του. Οι σπαγγέτι μονομαχίες που σκόραρε καταλαμβάνουν μόνο 8% από το τεράστιο έργο των 520 soundtracks που παρέδωσε στο σινεμά. Έχουν προ πολλού ξεχαστεί οι φήμες πως ο Μορικόνε ήταν ένας υπηρεσιακός υπερ-επαγγελματίας, ένας φασόν συνθέτης στις φάσεις της μεγάλης ζήτησης, γιατί δεν μπορούσαν να εξηγήσουν οι σοβαροφανείς πως μέσα σε δυο μέρες περνούσε από τις Μέρες Ευτυχίας του Μάλικ στο Κλουβί με τις Τρελές του Μολιναρό, ένας κατ’ επίφαση καλλιτέχνης που έβγαζε από το συρτάρι έτοιμες ρετσέτες και τις πουλούσε στους ενδιαφερόμενους σκηνοθέτες. Ακόμη χειρότερα, μερικοί καθωσπρέπει σύγχρονοί του δεν τον εκτιμούσαν, μπερδεύοντας την απαράμιλλη παραγωγικότητα και τα b-movies με την ποιότητα της δουλειάς του. Δεν είναι απλά θέμα προσωπικού γούστου ή αυθαίρετης άποψης πως ο Ένιο Μορικόνε αρίστευσε σε ταινίες που βλέπονται με δυσκολία κι έφερε ποικιλία σε είδη εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, προσπερνώντας τη μονοτονία της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης ή την επαναστατικότητα της κάθετης ανατροπής. Ονόματα σκηνοθετών, όπως ο Τέσαρι, ο Μπάβα, ο Κορμπούτσι και ο Φερόνι, για να αναφέρουμε πολύ λίγα από τα τόσα, ενδεχομένως να έτυχαν προσοχής πρώτα, και σεβασμού στη συνέχεια, χάρη στην εμπλοκή του Μορικόνε, και στη μοναδική του ικανότητα να μπουκάρει ορμητικά από τους τίτλους αρχής, να παραλλάσσει με οίστρο, να ανεβάζει τους τόνους ή να πλοηγείται στις στροφές της πλοκής και τελικά να ξεχωρίζει άνετα στο αυτί, χωρίς να προδίδει, σαν υπερόπτης ναυαγός που έχει πολλές δουλειές, το έργο που δέχτηκε να υπηρετήσει. Με την πείρα που είχε σε οτιδήποτε ακουμπούσε την ιταλική κλασική παράδοση, την όπερα, και το καντσόνε, ο Μορικόνε έγραφε βελούδινα σκορ, όπως στις ταινίες του Τζιουζέπε Τορνατόρε, με τα πολλά και ρευστά στον ήχο τους έγχορδα του να πλημμυρίζουν από συγκίνηση τον θεατή (μόνο ο Χένρι Μανσίνι, ένας ακόμη ιταλικής καταγωγής συνθέτης, είχε το ταλέντο της μεγάλης ορχήστρας) αλλά και μεταδοτικά θέματα, που ξεπηδούσαν από εντελώς άγνωστες ταινίες, όπως το Chi Mai από τη Μανταλένα του Γιέρζι Καβαλιέροβιτζ από το 1971, ένα κομμάτι που παίχτηκε σε αγγλικό τηλεοπτικό δράμα και δεν έχει σταματήσει να ακούγεται παντού έκτοτε. Ο καθένας από εμάς έχει κι έναν αγαπημένο σταθμό από τον συνθέτη που δεν δίστασε να πειραματιστεί με avant garde συγκροτήματα, εκτός από τα all time αγαπημένα που προτιμούσε και στα κονσέρτα του, όπως η Αποστολή. Τα δικά μου ήταν, και παραμένουν, το ασυζητητί αριστούργημα Θεώρημα του Παζολίνι, οι αγχωτικές 4 Μύγες σε Γκρι Βελούδο του Αρτζέντο, η εθιστική Βερούσκα και ο δεύτερος στη σειρά Εξορκιστής (ο Αιρετικός) του Μπούρμαν, ένα παράδειγμα από εκείνα τα περισπούδαστα φιλμ που τόσο πολύ δεν βλέπονται, που με τον Μορικόνε γίνονται παραδόξως απολαυστικά. Κι επειδή η τέχνη είναι ένα κυκλικό κάρμα, ο Κουέντιν Ταραντίνο έδωσε νέα πνοή στην τρίτη πράξη της καριέρας του Μορικόνε, χρησιμοποιώντας θέματά του στους Μπάσταρδους και το Kill Bill, και παραγγέλλοντας ένα κομμάτι για τον Τζάνγκο τον Τιμωρό κι ένα ολόκληρο, αναπάντεχα δραματικό σκορ για τους Μισητούς Οκτώ, χαρίζοντας του ένα δίκαιο Όσκαρ, μερικά χρόνια μετά το τιμητικό που του απένειμε η αμερικανική Ακαδημία. Συντάκτης: Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος Πηγή: www.lifo.gr