Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην ολοκληρωμένη μουσική μορφή του, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα
Το «τέλειο μιούζικαλ», η Ωραία μου κυρία των Άλαν Τζέυ Λέρνερ και Φρέντερικ Λόου, ένα από τα πιο επιτυχημένα και δημοφιλή μιούζικαλ στην ιστορία του Μπρόντγουεϊ, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην ολοκληρωμένη μουσική μορφή του από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Από τις 21 Νοεμβρίου και για 26 παραστάσεις έως και τις 31 Δεκεμβρίου 2019, η Ωραία μου κυρία ζωντανεύει στον σαγηνευτικό και αινιγματικό κόσμο του καμπαρέ σε μια παραγωγή υψηλής αισθητικής.
Βασισμένο στο θεατρικό έργο του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω Πυγμαλίων, σε κείμενο, στίχους και μουσική του «τρομερού διδύμου του μιούζικαλ» Λέρνερ και Λόου, το θρυλικό μιούζικαλ ανεβαίνει στην εγκεκριμένη εκδοχή για δύο πιάνα, σε μουσική διεύθυνση του Στάθη Σούλη και σε σκηνοθεσία του Γιάννου Περλέγκα, ο οποίος κρατάει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του καθηγητή Χίγκινς. Η μετάφραση στίχων είναι του Δημήτρη Δημόπουλου και η μετάφραση πρόζας της Μαρίας Κυριαζή και του Γιάννου Περλέγκα. Στον ρόλο του τίτλου δύο ανερχόμενες υψίφωνοι της ΕΛΣ, η Βάσια Ζαχαροπούλου και η Χριστίνα Ασημακοπούλου.
Η ρομαντική ιστορία του Χένρυ Χίγκινς, του διακεκριμένου καθηγητή φωνολογίας στο Λονδίνο των αρχών του 20ού αιώνα, ο οποίος προσπαθεί να μεταμορφώσει μια πλανόδια λουλουδού με βαριά, ακατάληπτη προφορά σε κυρία της υψηλής κοινωνίας, μεταφέρεται σε ένα ατμοσφαιρικό καμπαρέ βγαλμένο μέσα από τους πίνακες του Τουλούζ-Λωτρέκ, τα βαριετέ των ταινιών του Φελλίνι και τα σκοτεινά καμπαρέ του Μπομπ Φόσσι. Επειδή, ακριβώς, η ζωή είναι καμπαρέ.
Δύο πιάνα, φωνές, σώματα και ξέφρενοι χοροί καν καν σε ένα μιούζικαλ για τον πόλεμο των φύλων και των τάξεων με υπέροχα τραγούδια όπως το I could have danced all night, που παραμένει δίκαια μέχρι σήμερα από τα δημοφιλέστερα του είδους.
O ελληνικός μύθος του Πυγμαλίωνα και της Γαλάτειας, ο οποίος μεταξύ άλλων έχει διασωθεί στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στη βικτοριανή Αγγλία. Σε αυτόν βασίζεται, ανάμεσα σε πολλά άλλα, το θεατρικό Πυγμαλίων (1912) του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, στο οποίο στηρίζεται με τη σειρά του το μιούζικαλ Ωραία μου κυρία σε σενάριο και στίχους του Άλαν Τζέυ Λέρνερ και μουσική του Φρέντερικ Λόου.
Το μιούζικαλ Ωραία μου κυρία πρωτοπαρουσιάστηκε το 1956 στο Θέατρο Μαρκ Χέλλινγκερ του Μπρόντγουεϊ με τη δυναμικά ανερχόμενη Τζούλι Άντριους ως Ελάιζα Ντούλιτλ και τον αστέρα Ρεξ Χάρρισον ως καθηγητή Χίγκινς, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Η παράσταση μεταφέρθηκε σε δύο ακόμα σκηνές του Μπρόντγουεϊ και κατέβηκε οριστικά στις 29 Σεπτεμβρίου 1962 μετά από 2.717 παραστάσεις, αριθμό ρεκόρ για την εποχή και με εισπράξεις της τάξεως των 10 εκατομμυρίων δολαρίων. Αντίστοιχα, η παράσταση που ανέβηκε στο λονδρέζικο Ντρούρυ Λέιν στις 30 Απριλίου 1958 με τους πρωταγωνιστές της αρχικής παραγωγής συμπλήρωσε 2.281 παραστάσεις.
Αντάξια της θεατρικής της φήμης και επιτυχίας υπήρξε και η κινηματογραφική του εκδοχή το 1964 σε σκηνοθεσία Τζωρτζ Κιούκορ, όπου για εμπορικούς λόγους την ακόμα άγνωστη Άντριους αντικατέστησε η Ώντρεϋ Χέπμπωρν. Στη δημοφιλή ηθοποιό δάνειζε τη φωνή της για τα τραγούδια η υψίφωνος Μάρνι Νίξον, ενώ την ορχήστρα διηύθυνε ο Αντρέ Πρεβέν. Η ταινία τιμήθηκε με οκτώ Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία και αυτό της «Καλύτερης ταινίας της χρονιάς».
Το μιούζικαλ αναβίωσε στο Μπρόντγουεϊ το 1976 για 377 παραστάσεις, το 1981 για 181 παραστάσεις, και πιο πρόσφατα το 1993 για 165 παραστάσεις στο Virginia Theatre με τον Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν στον ρόλο του καθηγητή Χίγκινς.
Παρότι το θεατρικό –Πυγμαλίων– και το μιούζικαλ –Ωραία μου κυρία– μοιράζονται την ίδια πλοκή, είναι όσα παραλείπονται από τη μεταφορά του ενός στο άλλο εκείνα τα οποία προσδιορίζουν τελικά το ύφος και την ποιότητα του δεύτερου. Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση ανάμεσα στις δύο εκδοχές έρχεται στο τέλος. Ο Σω είχε δηλώσει πως έγραψε τον Πυγμαλίωνα κατά τα πρότυπα των ιψενικών έργων και ειδικά του Κουκλόσπιτου. Ο Πυγμαλίων δεν έχει ευτυχές τέλος ως ρομάντζο – η Ελάιζα καταλήγει με τον Φρέντυ, και όχι με τον καθηγητή Χίγκινς.
Ο συνθέτης του έργου Φρέντερικ Λόου είχε γεννηθεί το 1901 στο Βερολίνο από Αυστριακούς γονείς. Το 1924 προτάθηκε στον πατέρα του, διάσημο αστέρα της οπερέτας, να εμφανιστεί σε παραγωγή στη Νέα Υόρκη και ο 23χρονος Φριτς τον ακολούθησε στις ΗΠΑ. Έφερε μαζί του όλη την αυστρογερμανική μουσική παράδοση, τη νοσταλγική μελωδία που άκουγε καθημερινά στο σπίτι του και τις κορυφαίες σπουδές που είχε πραγματοποιήσει στο Βερολίνο. Τα αξιοποίησε όλα στην Ωραία μου κυρία, η οποία βρίθει μελωδικής μουσικής, βαλς και άλλων χορών. Ωστόσο, το συγκεκριμένο μιούζικαλ δεν αποτελεί απλή ακολουθία από ωραίες μελωδίες. Στο πλαίσιο, πάντα, που επιτρέπουν οι συμβάσεις του είδους, στίχοι και μουσική ενώνονται ιδανικά, προκειμένου να εκφράσουν και να μεταδώσουν στον θεατή τη συναισθηματική διάθεση των χαρακτήρων σε κάθε περίσταση.
Η συνεργασία του Φρέντερικ Λόου με τον στιχουργό και λιμπρετίστα Άλαν Τζέυ Λέρνερ έμεινε στην ιστορία ως Λέρνερ και Λόου. Σε διάστημα τριών δεκαετιών από το 1942 έως το 1960 και ξανά τη διετία 1970-1972, το δίδυμο δημιούργησε κάποιες από τις διαχρονικότερες επιτυχίες του μουσικού θεάτρου και κινηματογράφου, όπως τα έργα: Μπριγκαντούν (1947), Βάψε το βαγόνι σου (1951), Ωραία μου κυρία (1956), Κάμελοτ (1960), καθώς και το κινηματογραφικό μιούζικαλ Ζιζί (1958). Η τελευταία τους συνεργασία πραγματοποιήθηκε το 1974 με το κινηματογραφικό μιούζικαλ Ο μικρός πρίγκιπας.
Αναφορικά με το μιούζικαλ Ωραία μου κυρία, αξίζει μια ειδική μνεία στην περίπτωση της Τρουντ Ρίτμαν, η οποία ήταν υπεύθυνη για τη διασκευή στην εκδοχή για δύο πιάνα. Η Ρίτμαν υπήρξε διασκευάστρια μουσικής και φωνητικών για καλλιτέχνες του Μπρόντγουεϊ όπως οι Ρίτσαρντ Ρότζερς και Όσκαρ Χάμμερσταϊν, Λέρνερ και Λόου, Ίρβινγκ Μπερλίν, Ζερόμ Ρόμπινς και Άγκνες ντι Μιλ.
Τη σκηνοθεσία του μιούζικαλ Ωραία μου κυρία υπογράφει ο Γιάννος Περλέγκας,ένας από τους πιο ανήσυχους σκηνοθέτες της γενιάς του, ο οποίος επιστρέφει δριμύτερος στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ μετά την επιτυχία της παράστασης Βάκχαι του Ιάννη Ξενάκη που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2018. Για τη σκηνοθετική προσέγγιση του μιούζικαλ σημειώνει: «Ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία της Ελάιζας είναι το Λονδίνο του 1912, έτσι όπως το γνωρίζουμε από τον Ντίκενς ή από τον Τσάπλιν: μια απάνθρωπη, ταξική μεγαλούπολη, στην οποία οι φτωχοί ζητιανεύουν, πεινούν και πεθαίνουν έξω από την Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, όπου συνωστίζονται τα πλήθη των καλοραμμένων Λονδρέζων για να ακούσουν το Λυκόφως των θεών του Βάγκνερ. Ο κόσμος του καμπαρέ, του βαριετέ, του μιούζικ χολ, των μεικτών λαϊκών θεαμάτων στα οποία συνυπάρχουν αρμονικά το τραγούδι, η πρόζα και ο χορός, μας φάνηκε ο καταλληλότερος κόσμος για να αναπαραστήσουμε εκ νέου αυτή τη σκληρή ταξική και ερωτική ιστορία. Άλλωστε το είδος του μιούζικαλ, πριν το παραλάβει προσθέτοντάς του το γλάσο της γκλαμουριάς το Χόλλυγουντ, είναι είδος που ευδοκίμησε στα “χαμερπή” λαϊκά μουσικά καταγώγια, όπου φτωχοί και φτωχές καμπαρετζήδες και καμπαρετζούδες κοιτούσαν να βγάλουν τα προς το ζην».
Τα σκηνικά και κοστούμια της Λουκίας Χουλιάρα, με αλλεπάλληλες αναφορές από τους πίνακες του Τουλούζ-Λωτρέκ, τα βαριετέ των ταινιών του Φελλίνι και τα σκοτεινά καμπαρέ του Μπομπ Φόσσι, είναι ένας ισότιμος αφηγητής της ιστορίας.
Η μετάφραση στίχων είναι του Δημήτρη Δημόπουλου και η μετάφραση πρόζας της Μαρίας Κυριαζή και του Γιάννου Περλέγκα. Συνεργάτιδα στη σκηνοθεσία και χορογράφος της παράστασης είναι η Δήμητρα Ευθυμιοπούλου. Οι φωτισμοί είναι του Νίκου Βλασόπουλου.
Οι ανερχόμενες υψίφωνοι της ΕΛΣ Βάσια Ζαχαροπούλου και Χριστίνα Ασημακοπούλου ερμηνεύουν τον απαιτητικό ρόλο της Ελάιζας. Μαζί τους, ένα εξαιρετικό καστ μονωδών και ηθοποιών, οι Μιχάλης Τιτόπουλος, Βασίλης Δημακόπουλος, Ιωάννα Φόρτη, Έλλη Δαδήρα, Μαρία Γράμψα, Νικόλας Μαραζιώτης, Αθηνά Δημητρακοπούλου, Μαρία Αλεξάνδρου, Γιάννης Μανιατόπουλος, Χρήστος Ραμμόπουλος, Νικόλας Ντούρος, Αντώνης Αντωνιάδης, Μάγδα Καυκούλα, Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη.
Στο πιάνο ο Στάθης Σούλης και η Βικτωρία-Φιοράλμπα Κιαζίμη.