Στην έκθεση «Υφάνσεις. Ζωγραφική και Ταπισερί στην Ελλάδα από το 1960 έως σήμερα» αποκαλύπτεται μια πολύ σπουδαία, άγνωστη ως τώρα, όψη της ελληνικής χειροτεχνικής παραγωγής.
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι ακριβώς ξέρουμε για τις ταπισερί; Ζώντας σε μια χώρα θερμή, οι τοίχοι είναι γυμνοί, όπως και τα πατώματα, το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου. Έτσι, μέχρι σήμερα η ελληνική ταπισερί δεν έχει αποτιμηθεί επαρκώς, ακόμα και ο όρος ταπισερί, ο οποίος τελικά επικράτησε, δεν εκφράζει με ακρίβεια την ελληνική ιδιαιτερότητα αυτού του είδους τέχνης. Η συνδιοργάνωση της έκθεσης «Υφάνσεις. Ζωγραφική και Ταπισερί στην Ελλάδα από το 1960 έως σήμερα» από την Alpha Bank και το Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς από τις 22 Νοεμβρίου 2019 έως τις 16 Φεβρουαρίου 2020 έχει διπλό σκοπό: να αποκαλύψει μια πολύ σπουδαία, άγνωστη ως τώρα, όψη της ελληνικής χειροτεχνικής παραγωγής που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες 1960-1980 και να παραθέσει τα χειροτεχνήματα αυτά, ταπισερί και χειροποίητα χαλιά, δίπλα στα αντίστοιχα ζωγραφικά έργα από τα οποία προήλθαν.
Η Ελλάδα δεν έχει παραδοσιακή συνεχιζόμενη σχέση με τη χειροτεχνία όπως οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης, έτσι η έκθεση αυτή ερευνά αποκλειστικά τη σχέση αυτού του είδους χειροποίητου έργου με ένα έργο τέχνης, δηλαδή τη μεταφορά ενός πίνακα σε υφασμένη επιφάνεια, είτε πρόκειται για ταπισερί, είτε για χειροποίητο (hand tufted) χαλί, πάντα σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, ποτέ περισσότερα από δώδεκα. Πρόκληση της έκθεσης ήταν η αναζήτηση των πινάκων από τους οποίους προήλθαν οι ταπισερί ή τα χειροποίητα χαλιά ώστε να δημιουργηθεί μια έκθεση όπου τα μεν να αντιπαρατίθενται στα δε, δημιουργώντας διπλές εντυπώσεις.
Πρώτο έργο της έκθεσης είναι η ταπισερί Chevre et hibou (Κατσίκα και κουκουβάγια) του 1952, έργο του περίφημου καλλιτέχνη Jean Lurçat (1892-1966) που αναβίωσε την έννοια της ταπισερί στον 20ό αιώνα και πίστευε ότι η ταπισερί θα γινόταν η τέχνη των μεγάλων δημοσίων κτηρίων που άρχισαν να χτίζονται σε όλη την Ευρώπη κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
«Ο Lurçat», μας εξηγεί η επιμελήτρια της έκθεσης Ειρήνη Οράτη, «ήταν αριστερός καλλιτέχνης και νομάς που την εξαιρετική δουλειά και την αμεσότητά του συνέβαλε καθοριστικά στην αναβίωση της ταπισερί για περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Ήδη από τη δεκαετία του 1920 ήταν ο ζωγράφος /υφαντής που ανανέωσε την υπόσταση της κλασικής γαλλικής ταπισερί, κυρίως τη θεματολογία της, και κάτω από τις δικές του επιρροές δημιουργήθηκαν δύο διαφορετικές τάσεις. Η πρώτη αφορούσε στους peintres cartonniers, αυτούς δηλαδή που δημιουργούσαν επί τούτου έργα, κυρίως γκουάς μικρών σχετικά διαστάσεων, για να μεταφερθούν σε ταπισερί από τους artistes lissiers, που ανελάμβαναν τα υπόλοιπα, ετοιμασία του carton (αχνάρι), επιλογή των χρωμάτων (echantillonage), ύφανση. Η δεύτερη αφορούσε σε έργα ζωγραφικής καλλιτεχνών, όπως οι G. Braque, P. Picasso, J. Marcoussis, P. Mat, F. Leger, G. Rouault, Man Ray, M. Grommaire, σε συνθέσεις δηλαδή που μεταφέρονταν σε ταπισερί όχι με σκοπό τη μίμηση, αλλά την ερμηνεία της ζωγραφικής σύνθεσης. Το 1961 ο Lurçat, μαζί με τον επιχειρηματία Pierre Pauli, δημιούργησε στη Λωζάννη το Centre Internationale de la tapisserie ancienne et moderne και την επόμενη χρονιά εγκαινίασε την πρώτη Biennale de la Tapisserie de Lausanne, μια διεθνή διοργάνωση αποκλειστικά για την ταπισερί. Επισκέφθηκε τρεις φορές την Ελλάδα (1924, 1928, 1964)» .
Στην Ελλάδα, ανάμεσα στις δραστηριότητες της Βασιλικής Πρόνοιας ήταν και το Τμήμα Οικοτεχνίας, που δημιουργήθηκε το 1955. Από το 1960 εμφανίστηκε ένα ενδιαφέρον για την ταπισερί, που συνδέεται κυρίως με την αναβίωσή της στη Γαλλία και στην Αγγλία, ήδη από τον Μεσοπόλεμο. Η δημιουργία ενός ιδιαίτερου Τμήματος της Οικοτεχνίας είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή μιας ενότητας σχεδίων βασισμένων σε έργα ζωγράφων, τα οποία συνέχισαν να παράγονται έως τη δεκαετία του 1980, οπότε και έκλεισε η Οικοτεχνία. Ο ζωγράφος Γιάννης Φαϊτάκης, ο οποίος μετεκπαιδεύτηκε με υποτροφία της Πρόνοιας στην École Nationale d’Art décoratif d’Aubusson (1960-1962), επιστρέφοντας στην Ελλάδα δημιούργησε τα πρώτα εργαστήρια με μαθήματα εξειδίκευσης στην ύφανση των ταπισερί σε τεχνίτριες που προέρχονταν από το «Ελληνικό Σπίτι» της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη.
To 1965 υφάνθηκαν δοκιμαστικά, πίνακες τεσσάρων σύγχρονων ζωγράφων: του Σπύρου Βασιλείου, του Νίκου Νικολάου, του Γιάννη Μόραλη και του Γιάννη Τσαρούχη και εκτέθηκαν στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, στο ξενοδοχείο Χίλτον, τον Δεκέμβριο του 1965. Η συνέχεια αυτής της προσπάθειας φέρνει κάποια εξαιρετικά αποτελέσματα. Ταπισερί από έργα των Γιάννη Μόραλη, Γιάννη Τσαρούχη, Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Νίκου Νικολάου, Σπύρου Βασιλείου, αλλά και ταπισερί του Φαϊτάκη. Δυστυχώς το αρχείο του καλλιτέχνη είναι σήμερα αφανές. Επίσης, εργασίες που έγιναν στην Ευρώπη, από τον Μάριο Πράσινο, τον Κώστα Κουλεντιανό, τον Γιώργο Βακαλό, τη Νίκη Καναγκίνη και είχαν διεθνή παρουσία. Την πρωτοτυπία της δουλειάς του Μιχάλη Κατζουράκη μέσα στο πλαίσιο της Op Art. Φυσικά, τους καλλιτέχνες που συνεργάζονταν με την γκαλερί Νέες Μορφές και συμμετείχαν στην εμπνευσμένη προσπάθεια της Τζούλιας Δημακοπούλου και της Μαρίας Βασιλείου να δημιουργήσουν αντικείμενα εφαρμοσμένης τέχνης και το μεγαλειώδες έργο της Βούλας Μασούρα που εισάγει τους νέους τρόπους χρήσης της ύφανσης.
«Επιδίωξή μας, του Κωνσταντίνου Παπαχρίστου, επιμελητή του Μουσείου Μπενάκη, και εμένα, που οργανώσαμε από κοινού την έκθεση», σημειώνει η κ. Οράτη, «ήταν να αποκαλυφθεί στο σημερινό κοινό η αξία του χειροποίητου αντικειμένου που ξεκίνησε μεν από μια γενικότερη τάση μέσα στο πλαίσιο της Οικοτεχνίας, αλλά εξελίχθηκε μέσα από αυτή τη σοφή μεταφορά έργων ζωγραφικής σε έργα υφασμένα. Δύο διαφορετικές υφές για την ίδια σύνθεση, δείχνουν τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, την απίστευτη ποιότητα των υφασμένων επιφανειών και κυρίως, την ικανότητα να μπορεί να παραχθεί ένα αντικείμενο τέχνης από τεχνίτριες που δεν γνώριζαν έως τότε αυτή την τεχνική. Να σημειωθεί εδώ ότι οι ταπισερί υφαίνονταν σε οριζόντιο αργαλειό (της γαλλικής παράδοσης) και όχι σε όρθιο (της ελληνικής παράδοσης). Το ίδιο ισχύει και για τα έργα που μεταφέρθηκαν στις δεκαετίες του 1970 και 1980, σε άλλου είδους επιφάνειες, αλλά με την ίδια λογική».
Ο επισκέπτης της έκθεσης θα έρθει σε επαφή με έναν κόσμο πρωτόγνωρο, καθώς εξετάζοντας τα έργα τέχνης σε πανί, στον καμβά τους και τα ίδια έργα όπως έχουν μεταφερθεί σε ταπισερί διακρίνονται οι πολλές διαφορές τους. Πρώτον, επειδή τα έργα προϋπήρχαν και δεν ήταν προσχέδια, ο σχεδιασμός και κυρίως, οι χρωματικές κλίμακες είναι αρκετά διαφορετικές. Ελεύθεροι και με πολλές διαβαθμίσεις οι τόνοι του πινέλου, ιδιαίτερα περιορισμένες και προϋπολογισμένες οι επιφάνειες στο υφάδι. Έργα με πληθώρα χρωμάτων, πολλές διαφάνειες και δυναμικές πινελιές αποκτούν στις ταπισερί μια άλλη ματιέρα. Το έργο δομείται με τις επιφάνειες περισσότερο, περιορίζοντας τις χρωματικές διαβαθμίσεις, με περισσότερο ξεκάθαρες χρωματικές μεταβάσεις. Το αδρό υλικό της λεπτής μάλλινης κλωστής λειτουργεί πιο πειθαρχημένα και χτίζει συνθέσεις με περισσότερο κονστρουκτιβιστικό χαρακτήρα, με στοιχεία της αφαίρεσης, αξιοποιώντας τη διαφορετική ιδιοσυγκρασία του υλικού.
Στην Ευρώπη, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, η τάση χρήσης της κλωστής, της ίνας, του μαλλιού εξελισσόμενη κατευθύνεται, προς έργα τρισδιάστατα, εγκαταστάσεις ή κατασκευές με μεταβαλλόμενες διαστάσεις, που ευνοούνται από τη διαφάνεια, το κενό και το φως, τα οποία συνδυάζονται με δεσίματα, υφάνσεις και σχέδια, σε μεγάλες πάντα διαστάσεις. Η ευρωπαϊκή αυτή τάση, που εξελίχθηκε αργότερα στην Fiber Art δεν εμφανίστηκε τότε στην Ελλάδα.
Έχουμε όμως κάποια παραδείγματα, όπως αυτό της γκαλερί Νέες Μορφές το 1973 και το 1974 που οργάνωσε ομαδική έκθεση μεταφέροντας σε χειροποίητα χαλιά (hand tufted rugs), έργα καλλιτεχνών με τους οποίους συνεργαζόταν. Η διάθεση εδώ έτεινε περισσότερο προς μια λειτουργική μορφή ενός έργου τέχνης, μεταμορφώνοντας πίνακες σε έργα προς χρήση. Την πρωτοβουλία αυτή ακολούθησε το 1981 ο Νίκος Παπαδάκις στην γκαλερί Πολύπλανο με την έκθεση «Χαλιά από ζωγραφιές Ελλήνων καλλιτεχνών», ενώ από το 60 μέχρι σήμερα, διάφοροι Έλληνες καλλιτέχνες που έζησαν στην Ευρώπη, έδωσαν σχέδιά τους σε εργαστήρια υφαντικής, κυρίως στη Γαλλία: ο Γιώργο Βακαλό στο Αtelier Novion στην École Nationale d’Aubusson, ο Κώστας Κουλεντιανός, από το 1964, με ακατέργαστο μαλλί και ελάχιστο χρώμα στα εργαστήρια της Νinette Chaufheid και της Marie-Thérèse Jacquet. Επίσης ο Μάριος Πράσινος, που δημιουργούσε ταπισερί ήδη από το 1951, ζωγράφιζε έργα ειδικά για να περάσουν σε ταπισερί, τις οποίες υλοποιούσε τo Atelier Suzanne Goubely στην Aubusson και τις μεγάλες συνθέσεις του η Mobilier Nationale. Η περίπτωση του Πράσινου, πολιτογραφημένου Γάλλου από το 1949, είναι ιδιαίτερη. H Γαλλία τον τιμά με αναδρομική έκθεση στο Musée de la Tapisserie et École des Arts Decoratifs d’Aubusson, το 1984. Επίσης σημαντικές υπήρξαν οι διακοσμητικές συνθέσεις μεγάλων διαστάσεων του Μιχάλη Κατζουράκη για υπερωκεάνια στη δεκαετία του 1970, σε συνεργασία με τον Κ. Καλαβρό της εταιρείας Τάπης, καθώς και του Τάκη Κατσουλίδη για τα υποκαταστήματα της Εθνικής Τράπεζας στη Νέα Υόρκη και στο Μόντρεαλ, σε συνεργασία με τον ΕΟΜΜΕΧ την ίδια εποχή. Αποσπασματικά ασχολήθηκε ο Αλέκος Φασιανός, το 1970, με ύφανση στο Gobelins, αργότερα η Άλεξ Μυλωνά και πρόσφατα η Μαρία Λοϊζίδου και η Σοφία Βάρη, ενώ στην Αγγλία, πολύ νωρίτερα (1965-68) και σε περίοδο πειραματισμών, η Νίκη Καναγκίνη υφαίνει η ίδια αρκετές συνθέσεις.
«Σήμερα υπάρχει μια στροφή προς τις φυσικές ίνες και τα νήματα για τη δημιουργία έργων που συνδέονται με το διεθνές κίνημα της Fiber Art, κάτι που φαίνεται στις δημιουργίες των δέκα καλλιτεχνών που κλείνουν την έκθεση», λέει η κ. Οράτη.
«Πλέον σήμερα η ύφανση χρησιμοποιείται με χίλιους τρόπους. Η παραδοσιακή ταπισερί διεθνώς είναι σε μεγάλη ανάπτυξη, αναφέρω εδώ τη σειρά από τεράστιες ταπισερί που ετοιμάζονται στην Aubusson στην ενότητα “Aubusson tisse Tolkien”, ή στις εξαιρετικές υφάνσεις που εκτέθηκαν φέτος στην έκθεση Unlimited της διεθνούς διοργάνωσης Art Basel, αλλά και την έκθεση Taking a thread for a walk, που άνοιξε το νέο Museum of Modern Art στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο. Οι τάσεις αυτές έχουν οπωσδήποτε διεθνή αντίκτυπο, το θέμα είναι αν και πώς θα μπορέσουν να τις μετουσιώσουν οι νέοι Έλληνες καλλιτέχνες».
Στην έκθεση συμμετέχουν με έργα τους οι καλλιτέχνες:
ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ – ΓΚΙΚΑΣ , ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ, ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΪΤΑΚΗΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ, ΜΑΡΙΟΣ ΠΡΑΣΙΝΟΣ, ΝΙΚΗ ΚΑΝΑΓΚΙΝΗ , ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΚΑΛΟ, ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ , ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΛΕΝΤΙΑΝΟΣ, ΤΑΚΗΣ ΚΑΤΣΟΥΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΖΟΥΡΑΚΗΣ, ΗΛΙΑΣ ΔΕΚΟΥΛΑΚΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ, ΠΑΡΙΣ ΠΡΕΚΑΣ, ΧΡΟΝΗΣ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ, ΒΑΣΩ ΚΑΤΡΑΚΗ, ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΡΟΓΚΑΣ, ΟΠΥ ΖΟΥΝΗ, ΑΛΕΞ ΜΥΛΩΝΑ, ΜΑΡΙΑ ΛΟΪΖΙΔΟΥ, ΒΟΥΛΑΜΑΣΟΥΡΑ, ΜΑΡΙΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, ΙΣΜΗΝΗ ΣΑΜΑΝΙΔΟΥ, AΡΤΕΜΙΣ ΑΛΚΑΛΑΗ, ΖΩΗ ΓΑΪΤΑΝΙΔΟΥ, ΤΟΥΛΑ ΠΛΟΥΜΗ, ΜΑΝΩΛΗΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥΔΑΚΗΣ, BΑΣΙΑ ΑΔΑΜΟΥ ΒΑΝΕΖΗ, ΔΑΦΝΗ ΜΠΑΡΜΠΑΓΕΩΡΓΟΠΟΥ, ΕΛΕΝΗ ΤΖΑΤΖΑΛΟΣ , ΖΑΝ ΛΥΡΣΑ, ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ