Ένα αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι πραγματοποιεί με δύο συναυλίες η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στο πλαίσιο του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. BlueMain Title (The River]
Αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ (1925 – 1994)
The Mexicans in the village
Nocturne
Scherzo
Morning after love
Blues Solitude
Preparation of the villagers
Blue and Joanne near the river
The Mexicans are coming
The death of Blue
Κοντέσα Εστερχάζυ
Η παρθένα της γειτονιάς μου
Βροχή
Προσωπογραφία της μητέρας μου
Το Κοντσέρτο
Ο κ. Νολλ
Οι δολοφόνοι
Βραδινή επιστροφή
Χορός με τη σκιά μου
Το χαμόγελο της Τζοκόντα, δέκα τραγούδια για ορχήστρα
Όταν έρχονται τα σύννεφα
Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι είναι αναπόσπαστο και ανεκτίμητο κομμάτι της συλλογικής, εθνικής μας συνείδησης και πολιτιστικής κληρονομιάς. Ως εκ τούτου, οι όποιες ιστορικές περιγραφές και αναλύσεις γύρω από τη γένεσή της μπορεί να έχουν ακαδημαϊκό ενδιαφέρον αλλά δεν είναι σήμερα πια απαραίτητες για τη βίωσή της – ίσως μάλιστα ενίοτε να αποτελούν και ανάσχεση για μια ουσιαστική εμβάθυνση στο περιεχόμενό της και την διεισδυτική απόλαυσή της.Σε μία συνέντευξή του, ο Χατζιδάκις σχολίασε τη γενική ταύτισή του με την ανήσυχη και από πολλές απόψεις δημιουργική δεκαετία του ’60 και δήλωσε ευθαρσώς πως θα προτιμούσε να συνδέεται με τη δεκαετία του ’40. Και η δήλωση αυτή απέχει πολύ από το να είναι ένα εκκεντρικό ευφυολόγημα, είναι μία κατάθεση μεστή νοήματος. Η δεκαετία του ’40 ήταν παγκοσμίως μία δύσκολη, σκληρή δεκαετία του πολέμου και των άμεσων συνεπειών του. Για την Ελλάδα ειδικά, ήταν και η δεκαετία του αιματηρού εμφυλίου, της φτώχειας και πολλών ανεκπλήρωτων οραματισμών. Και για τον Χατζιδάκι, ήταν η εποχή της νεότητάς του. Είναι καίριας σημασίας, το ότι εκεί ακριβώς, στη συνειδητοποίηση της τραγικότητας της αιματοχυσίας, στον αγώνα για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια αλλά και στον αγνό οραματισμό και τα ερωτικά σκιρτήματα της νιότης, ο Χατζιδάκις τοποθετούσε τις ρίζες της καλλιτεχνικής του ταυτότητας.Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν και ως το τέλος της ζωής του ο συνθέτης έμεινε πιστός στην ταυτότητά του, χωρίς να παρεκκλίνει από αυτήν ποτέ, όσο κι αν έστρεφε το καλλιτεχνικό του ενδιαφέρον προς ποικίλες κατευθύνσεις. Η επιτυχία της μουσικής του, η τρανή απόδειξη της ειλικρίνειας και της μοναδικότητάς της έγκειται στο πόσο βαθιά προσωπική είναι, στην αδυναμία να ενταχθεί σε καλλιτεχνικά κινήματα, τάσεις και ρεύματα. Λαϊκή, έντεχνη, λόγια, μοντέρνα, συντηρητική, η μουσική του είναι όλα αυτά μαζί και συνάμα τίποτε από αυτά. Και αυτό, όχι επειδή ο Χατζιδάκις αγνοούσε το μουσικό παρελθόν ή το παρόν του αλλά αντιθέτως επειδή γνώριζε και τα δύο πολύ βαθιά και κυρίως πολύπλευρα. Ακούραστος λάτρης της Μουσικής όλη του τη ζωή, ο Χατζιδάκις μπορούσε να κινηθεί με αξιοσημείωτη γνωσιακή άνεση από τη βυζαντινή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι ως το ρεμπέτικο, από τον Μπαχ ως τον Προκόφιεφ και τον Κόπλαντ. Και είχε το θάρρος και την ικανότητα να διυλίζει τα αισθητικά προτάγματα κάθε μουσικού είδους και να τα αφομοιώνει παραμένοντας πάνω από όλα ειλικρινής με τις ανάγκες και τις επιταγές της δικής του ψυχής. Μίας ολοκληρωτικά, περήφανα, ελληνικής ψυχής.Η ελληνικότητα, ως σκέψη, ως αισθητική αλλά και εμπειρία ζωής, ανέκαθεν αναζητούσε τα νήματα που συνδέουν το ρητό με το άρρητο, τους συνεκτικούς ιστούς των πιο διαφορετικών στοιχείων, την ενότητα μέσα από τη διαφορετικότητα. Και μάλιστα, όχι ως προϊόν εφήμερου συμβιβασμού αλλά ως άεναη διαλεκτική ελευθερίας και σεβασμού της ετερότητας. Με αυτό το πνεύμα, ο Χατζιδάκις μπόρεσε να δει κατάματα την ιδιαίτερη παράδοση του τόπου του χωρίς προκαταλήψεις ή ιδεοληψίες, σαγηνεύτηκε από τον πλούτο όλων της των εκφάνσεων και παράλληλα άφησε την ψυχή του να δεχθεί με αγνότητα την ιλιγγιώδη δύναμη της λόγιας ευρωπαϊκής μουσικής. Το αποτέλεσμα αυτής της διττής δράσης αποτυπώθηκε στο έργο του, που δεν εξέπεσε στη γραφικότητα του φολκλόρ, αντιστάθηκε στην ευτέλεια της επιδερμικής λαϊκότητας, δεν ενέδωσε στον πειρασμό της ψευδεπίγραφης εγκεφαλικότητας αλλά υπηρέτησε με σθένος την ανύψωση της αισθητικής, της σκέψης και του θυμικού ενός ολόκληρου λαού. Γι’ αυτό και το λαϊκό στοιχείο της μουσικής του ήταν εκλεπτυσμένο και ασκητικά απαιτητικό: η μουσική του απευθύνθηκε σε έναν λαό για να φωτίσει τις αρετές και τις ευαισθησίες του και όχι για να ικανοποιήσει τα κατώτερα αισθητικά του ένστικτα. Για αυτόν τον σκοπό άλλωστε αγωνίστηκε με σθένος ο Χατζιδάκις και από τις ποικίλες διοικητικές θέσεις που κατείχε κατά καιρούς, ανάμεσα στις οποίες ήταν βεβαίως και αυτή του διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών από το 1976 ως το 1982 (και απόψε η Κ.Ο.Α., εύλογα, τιμά τη μνήμη του και ως μουσουργού και ως πρώην διευθυντή της).Πολύ συχνά, η μεγάλη πλειοψηφία των ακροατών του Χατζιδάκι χρησιμοποιεί τη λέξη «ευαισθησία», όταν αναφέρεται στη μουσική του. Συνήθως μάλιστα σε αντιδιαστολή με την κυριαρχούσα «επική» διάθεση του άλλου σημαντικού ομοτέχνου του, του Μίκη Θεοδωράκη. (Φαίνεται ότι είναι μοιραίο στη μουσική, να κάνουμε συχνά λόγο για ζεύγη συνθετών, όπως «ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν», «ο Ντεμπυσύ και ο Ραβέλ», «ο Μπρούκνερ και ο Μάλερ», όχι πάντα αναλογιζόμενοι το πραγματικό εύρος των διαφορών τους.) Και πράγματι, η πηγαία μελωδικότητα, η διαυγής ενορχήστρωση, η νηφάλια αρμονική πλοκή, όλα δικαιολογούν την εστίαση σε αυτή την ευαισθησία, ιδιαιτέρως αν αναλογιστεί κανείς και πόσο στενά η μουσική του παρακολούθησε τις επιταγές της ελληνικής προσωδίας και πόσο ιδανικά εξέφρασε τις λεπτές νοηματικές και συναισθηματικές αποχρώσεις του ελληνικού ποιητικού λόγου. Αν κάποτε, αυτή η ευαισθησία θεωρήθηκε δεδομένη και ως έναν βαθμό συναφής με μία περιρρέουσα ατμόσφαιρα που την ευνοούσε, σήμερα ξέρουμε καλά ότι όχι μόνο δεν είναι δεδομένη, αλλά γίνεται όλο και πιο δυσεύρετη. Πέραν λοιπόν της αυτονόητης επικαιρότητας ενός καλλιτεχνικού έργου που διατρέχει τα βαθύτερα μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής, ο χατζιδακικός μουσικός λόγος έρχεται σήμερα να σταθεί απέναντι σε μία αισθητική νωθρότητα που κερδίζει έδαφος μέρα με τη μέρα. Η τέρψη της οικειότητάς μας με το έργο του αξίζει, ή μάλλον οφείλει, να μετουσιωθεί σε διαδικασία αφυπνιστική και μεταμορφωτική της αισθητικής μας.